στέρηση


στέρηση
Προφορά

Ετυμολογία
στέρηση μεσαιωνική ελληνική στέρηση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στέρηση

✦ αποστέρηση, αφαίρεση
✦ έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή, ένδεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
επάρκεια, αφθονία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.