στένεμα


στένεμα
Προφορά

Ετυμολογία
στένεμα στενεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στένεμα

✦ η ελάττωση του πλάτους ενός αντικειμένου
(μτφ. ) περιορισμός των οικονομικών μέσων, οικονομική δυσχέρεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
φάρδεμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.