στάσιμος


στάσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
στάσιμος αρχαία ελληνική στάσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στάσιμος -η, -ο

✦ που βρίσκεται σε στάση, δε μετακινείται
✦ στάσιμα νερά, που λιμνάζουν
(μτφ. ) που δεν αλλάζει κατάσταση, μορφή, που δεν παρουσιάζει εξέλιξη ή βελτίωση: η κατάσταση της υγείας του ασθενούς παραμένει στάσιμη
✦ (για μαθητές ή υπαλλήλους) που δεν προάγεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.