στάση


στάση
Προφορά

Ετυμολογία
στάση αρχαία ελληνική στάσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στάση

✦ σταμάτημα, ακινησία
✦ σημείο όπου σταθμεύει λεωφορείο, αμαξοστοιχία κτλ. για να επιβιβαστούν ή να αποβιβαστούν επιβάτες: στάση λεωφορείου – τρόλεϊ – τρένου
✦ διακοπή ενέργειας, αναστολή λειτουργίας
✦ στάση εργασίας, μορφή απεργίας κατά την οποία οι εργαζόμενοι διακόπτουν για ορισμένο διάστημα του ωραρίου την εργασία τους: τρίωρη στάση εργασίας
✦ ο τρόπος που στέκεται κανείς, η θέση του σώματος ή των μελών του
(μτφ. ) συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο: αξιοπρεπής – φιλική – εχθρική στάση
✦ τρόπος αντιμετώπισης ενός ζητήματος, θέματος: η στάση της αντιπολίτευσης στο θέμα των απεργιών ήταν θετική
✦ εξέγερση, ανταρσία: στάση των κρατουμένων στις φυλακές
✦ τετράγωνο τμήμα του φωτογραφικού φιλμ στο οποίο αποτυπώνεται καθεμία λήψη φωτογραφίας: έχει μερικές στάσεις ακόμη το φιλμ

Συνώνυμα

Αντίθετα
κίνηση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.