στάρλετ


στάρλετ
Προφορά

Ετυμολογία
στάρλετ └αγγλ┘starlet

Ερμηνεία
στάρλετ

✦ άκλ. ουσ. (κινημ.) άσημη νεαρή ηθοποιός που προσδοκά να γίνει σταρ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.