στάνταρ


στάνταρ
Προφορά

Ετυμολογία
στάνταρ └αγγλ┘standard

Ερμηνεία
στάνταρ

✦ βιομηχανικό προϊόν που παράγεται σε μεγάλες ποσότητες και σύμφωνα μ’ ένα πρότυπο
✦ (ως επίθ.) σταθερός: στάνταρ τιμή
✦ φρ. με τα στάνταρ κάποιου, σύμφωνα με τα κριτήρια κάποιου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.