σπιτώνω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σπιτώνωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σπιτώνω.mp3Ετυμολογίασπιτώνω σπίτι Ερμηνεία└ρήμα┘ σπιτώνω ✦ εγκαθιστώ κάποιον σε σπίτι, στεγάζω ✦ εγκαθιστώ γυναίκα σε σπίτι και ζω μαζί της χωρίς νόμιμο γάμο: φρ. την έχει σπιτωμένη Συνώνυμα–Αντίθεταξεσπιτώνω Επιρρήματα–