σπιτικός
Προφορά
Ετυμολογία
σπιτικός σπίτι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σπιτικός -ή, -ό
✦ που γίνεται ή αναφέρεται στο σπίτι, σπιτίσιος: σπιτικό ψωμί – σπιτική ζωή
✦ που ανήκει στην ίδια οικογένεια, συγγενικός
✦ ουδ. το σπιτικό ως ουσ., οικογένεια
✦ οικογενειακή εστία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–