σπιράλ
Προφορά
Ετυμολογία
σπιράλ └αγγλ┘spiral
Ερμηνεία
σπιράλ
✦ άκλ. ουσ. η λ. για κάθε αντικείμενο που αποτελείται από σύρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό και είναι συστραμμένο ελικοειδώς και μπορεί να εκτείνεται: χάλασε το σπιράλ του τηλεφώνου
✦ ειδικό εντομοαπωθητικό σε σχήμα σπείρας |(ιατρ.) ειδικό αντισυλληπτικό σπείραμα που εισάγεται στη μήτρα
✦ (κ. ως επίθ.) σπιράλ τετράδιο, που τα φύλλα του συγκρατούνται με σπειροειδές σύρμα ή πλαστικό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–