σπιουνεύω


σπιουνεύω
Προφορά

Ετυμολογία
σπιουνεύω σπιούνος

Ερμηνεία
ρήμα σπιουνεύω

✦ διαβάλλω ή καταδίδω κάποιον: το πράμα μαθεύτηκε και κάποιος τον σπιούνεψε στις τουρκικές αρχές (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.