σπινιάρω
Προφορά
Ετυμολογία
σπινιάρω └αγγλ┘spin (= περιστρέφω, στριφογυρίζω)
Ερμηνεία
σπινιάρω
✦ κ. σπινιάρω ρ. (σπινάρισα) πατώ δυνατά το γκάζι για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο χωρίς όμως να αφήνω τον συμπλέκτη, με αποτέλεσμα οι τροχοί να περιστρέφονται χωρίς να κινείται το αυτοκίνητο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–