σπερματέγχυση
Προφορά
Ετυμολογία
σπερματέγχυση απόδ. στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου insemination• από το σπέρμα, -ατος + έγχυση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σπερματέγχυση
✦ η εισαγωγή σπέρματος στον κόλπο ή τη μήτρα κατά την τεχνητή γονιμοποίηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–