σπίτι


σπίτι
Προφορά

Ετυμολογία
σπίτι μεσαιωνική ελληνική σπίτιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σπίτι

✦ οικία, κτίριο που χρησιμεύει για κατοίκηση
(μτφ. ) οικογένεια
✦ πορνείο: με τα «σπίτια» για τους άντρες που… ξεροψήθηκαν με την προσμονή μονάχα της γυναίκας (Μ. Καραγάτσης)
✦ φρ. κάνω σπίτι, γίνομαι οικογενειάρχης – από σπίτι, από καλή οικογένεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.