σπίρτο
Προφορά
Ετυμολογία
σπίρτο └ιταλ┘spirto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σπίρτο
✦ οινόπνευμα, αλκοόλη
✦ ποτό που περιέχει σημαντική ποσότητα οινοπνεύματος
✦ λεπτό ξυλαράκι με κόκκο εύφλεκτης ύλης, στο άκρο του, αναφλεγόμενο με τριβή, πυρείο
✦ σπίρτο του άλατος, υδροχλωρικό οξύ
✦ φρ. σπίρτο μονάχο, άνθρωπος πανέξυπνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–