σούρουπο
Προφορά
Ετυμολογία
σούρουπο σύρρυπον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σούρουπο
✦ η απογευματινή ώρα ανάμεσα στη δύση του ήλιου και στην αρχή της νύχτας, λυκόφως: ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα (Λ. Μαβίλης)
Συνώνυμα
δειλινό, σύθαμπο
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–