σουρομαδώ
Προφορά
Ετυμολογία
σουρομαδώ συρομαδώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σουρομαδώ -άς, -ά
✦ σέρνω κάποιον τραβώντας τον από τα μαλλιά
✦ τραβώ και ξεριζώνω τρίχες
✦ (μέσ.) σουρομαδιέμαι, τραβώ τα μαλλιά μου από λύπη ή απελπισία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–