σουρμελίδισσα


σουρμελίδισσα
Προφορά

Ετυμολογία
σουρμελίδισσα σουρμές

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σουρμελίδισσα

✦ θηλ. σουρμελίδισσα που βάφει τα μάτια του με σουρμέ (βλ. λ.)
✦ (συνεκδ.) που έχει ωραία μάτια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.