σουρεαλίστρια


σουρεαλίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
σουρεαλίστρια └γαλλ┘ surréaliste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σουρεαλίστρια

✦ θηλ. σουρεαλίστρια βλ. υπερρεαλιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.