σκούπα
Προφορά
Ετυμολογία
σκούπα μεσαιωνική ελληνική σκούπα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκούπα
✦ όργανο με το οποίο καθαρίζομε ένα χώρο από σκόνες, απορρίμματα κτλ., σάρωθρο, φροκαλιά
✦ ηλεκτρική σκούπα, οικιακή ηλεκτρική συσκευή για τον καθαρισμό δαπέδων, επίπλων κτλ.
✦ η λ. ως προσδιορισμός άλλου ουσιαστικού, για να προσδώσει την έννοια του σαρωτικού· π.χ. επιχείρηση σκούπα, ενέργειες κάποιας αρχής ιδ. της αστυνομίας, που αποσκοπούν στην απόλυτη εκκαθάριση ενός χώρου από ανεπιθύμητα στις αρχές άτομα: με μιαν επιχείρηση σκούπα η αστυνομία συνέλαβε όλους τους λαθρομετανάστες της περιοχής
✦ φρ. όσα σέρνει η σκούπα, ένα σωρό βρισιές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–