σκουραίνω


σκουραίνω
Προφορά

Ετυμολογία
σκουραίνω σκούρος

Ερμηνεία
ρήμα σκουραίνω

✦ κάνω κάτι μαυριδερό, του δίνω σκούρο χρώμα
✦ (αμτβ.) γίνομαι σκούρος
(μτφ. ) φρ. σκουραίνουν τα πράγματα, χειροτερεύει η κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.