σκουπιδότοπος


σκουπιδότοπος
Προφορά

Ετυμολογία
σκουπιδότοπος σκουπίδι + τόπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκουπιδότοπος

✦ τόπος στον οποίο ρίχνουν σκουπίδια

Συνώνυμα
σκουπιδαριό
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.