σκουπιδοφάγος
Προφορά
Ετυμολογία
σκουπιδοφάγος σκουπίδι + -φάγος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκουπιδοφάγος
✦ εγκατάσταση σε κουζίνα σπιτιού, που αποτελείται από μηχανισμό που αλέθει τα σκουπίδια και συνδέεται με το αποχετευτικό δίκτυο για την απομάκρυνσή τους με τη χρήση νερού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–