σκουπιδιάρα


σκουπιδιάρα
Προφορά

Ετυμολογία
σκουπιδιάρα σκουπίδι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκουπιδιάρα

✦ θηλ. σκουπιδιάρα (πληθ. σκουπιδιάρηδες κ. σκουπιδιαραίοι) αυτός που έχει ως επάγγελμα το σκούπισμα των δρόμων και το μάζεμα των σκουπιδιών: ασταμάτητες απεργίες των σκουπιδιαραίων (Οικονομικός Ταχυδρόμος)

Συνώνυμα
οδοκαθαριστής
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.