σκουπίζω


σκουπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σκουπίζω σκούπα

Ερμηνεία
ρήμα σκουπίζω

✦ καθαρίζω με τη σκούπα
✦ αφαιρώ κάτι υγρό από μιαν επιφάνεια: σκουπίζω τα μαχαιροπίρουνα
✦ αφαιρώ την υγρασία ή τον ιδρώτα από το σώμα ή από μέρος του σώματος: σκούπισε τον ιδρώτα του κι ανάσανε βαθιά (Γ. Θεοτοκάς)
✦ αφαιρώ τη σκόνη από μιαν επιφάνεια

Συνώνυμα
σαρώνω, φροκαλώ ,σφουγγίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.