σκουντρώ
Προφορά
Ετυμολογία
σκουντρώ └ιταλ┘scontrare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκουντρώ -άς, -ά
✦ σπρώχνω, απωθώ βίαια κάποιον
✦ σκοντάφτω: πάνω στα ανώμαλα καλντερίμια και στα χιλιοσπασμένα σκαλοπάτια που κάθε τόσο σκουντρούσαμε μες στο σκοτάδι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–