σκουντουφλώ
Προφορά
Ετυμολογία
σκουντουφλώ κατά Κ. Άμαντο από το μεταγενέστερη ελληνική κοντοβολῶ• κατά Γ. Χατζιδάκι, από το └ουσ┘ σκοντούφλα ή σκοντάφτω + τύφλα (συμφυρμός)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκουντουφλώ -άς, -ά
✦ προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω, παραπατώ: έχανε τα βήματά του κι ολοένα παραπατούσε και σκουντουφλούσε (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–