σκληρόδερμος


σκληρόδερμος
Προφορά

Ετυμολογία
σκληρόδερμος αρχαία ελληνική σκληρόδερμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκληρόδερμος -η, -ο

✦ που έχει σκληρό δέρμα
(μτφ. ) αναίσθητος, ανάλγητος

Συνώνυμα
σκληρόπετσος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.