σκληραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
σκληραίνω αρχαία ελληνική σκληρύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκληραίνω
✦ κάνω κάτι σκληρό ή σκληρότερο: σκληραίνουν τη στάση τους οι διαπραγματευτές
✦ γίνομαι σκληρός: σκλήρυνε η καρδιά σου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μαλακώνω
Επιρρήματα
–