σκλαβώνω


σκλαβώνω
Προφορά

Ετυμολογία
σκλαβώνω μεσαιωνική ελληνική σκλαβώνω

Ερμηνεία
ρήμα σκλαβώνω

✦ υποδουλώνω
✦ αιχμαλωτίζω
(μτφ. ) γοητεύω: το δροσερό… γέλιο της Μόρφως, που τον γοήτευε και τον σκλάβωνε (Γ. Θεοτοκάς)
(μτφ. ) δεσμεύω νομικά ή ηθικά, υποχρεώνω: ήθελες να σκλαβώνεις τους άλλους με μικροϋποχρεώσεις (Β. Ρώτας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.