σκλαβωτικός


σκλαβωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
σκλαβωτικός σκλαβώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκλαβωτικός -ή, -ό

✦ αυτός που σκλαβώνει, δεσμεύει κάποιον, τον υποχρεώνει ηθικά: στεκότανε και λογάριαζε το πόσο δύσκολο, πόσο σκλαβωτικό για πάντα θα ήταν αυτό. «Πάει πια! Δε θα ‘χει υποχώρηση» (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.