σκλαβιά


σκλαβιά
Προφορά

Ετυμολογία
σκλαβιά μεσαιωνική ελληνική σκλαβιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σκλαβιά

✦ η ιδιότητα, η κατάσταση του σκλάβου, δουλεία, αιχμαλωσία
(μτφ. ) βαριά υποχρέωση, νομική ή ηθική δέσμευση

Συνώνυμα

Αντίθετα
ελευθερία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.