σκλάβος
Προφορά
Ετυμολογία
σκλάβος μεσαιωνική ελληνική σκλάβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκλάβος
✦ θηλ. σκλάβα αιχμάλωτος πολέμου, δούλος
✦ υπόδουλος: θα κοιμηθούνε σκλάβοι και θα ξυπνήσουνε λεύτεροι (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ ο ευρισκόμενος υπό την απόλυτη εξουσία κάποιου
✦ (μτφ. ) δέσμιος, υποχείριος, υποταγμένος σε κάτι: κι έχε με της ομορφιάς σου σκλάβο (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–