σκιώδης


σκιώδης
Προφορά

Ετυμολογία
σκιώδης αρχαία ελληνική σκιώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκιώδης -ης, -ες

✦ που ρίχνει, σχηματίζει σκιά: της Ζακύνθου τα δάση και τα βουνά σκιώδη (Α. Κάλβος)
(μτφ. ) ο πολύ άτονος, σχεδόν ανύπαρκτος: σκιώδης αντίσταση
✦ (πολιτ.) σκιώδης κυβέρνηση (μτφρ. του αγγλικά shadow cabinet) άτυπη κυβέρνηση που σχηματίζει η αντιπολίτευση, και αναθέτει στα μέλη της να παρακολουθούν και να ελέγχουν το έργο των αντίστοιχων υπουργών

Συνώνυμα

Αντίθετα
δυνατός, ουσιώδης
Επιρρήματα
σκιωδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.