σκιτσάρω
Προφορά
Ετυμολογία
σκιτσάρω └ιταλ┘schizzare
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκιτσάρω
✦ σκιαγραφώ, δίνω το περίγραμμα προσώπου ή πράγματος
✦ περιγράφω κάτι σε γενικές γραμμές: δε σκιτσάρει έναν άνθρωπο παρά ολάκερο το ρωμαϊκό κράτος (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–