σκιάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σκιάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σκιάζω.mp3Ετυμολογίασκιάζω σκιά Ερμηνεία└ρήμα┘ σκιάζω ✦ φοβίζω, τρομάζω κάποιον: το ‘σκιαξες το παιδί με τις αγριοφωνάρες σου ✦ (μέσ.) σκιάζομαι, τρομάζω, φοβούμαι: ήταν ερημιά και σκιαχτήκαμε Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–