σκερτσόζος


σκερτσόζος
Προφορά

Ετυμολογία
σκερτσόζος └ιταλ┘scherzoso

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκερτσόζος -α, -ο

✦ ναζιάρης, που κάνει πολλά σκέρτσα
✦ κομψός, χαριτωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σκερτσόζα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.