σκεπτικό


σκεπτικό
Προφορά

Ετυμολογία
σκεπτικό └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. σκεπτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το σκεπτικό

✦ το αιτιολογικό μιας απόφασης διασκεπτόμενου σώματος (δικαστηρίου κλπ.)
✦ το σύνολο των σκέψεων που αιτιολογούν μιαν ενέργεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.