σκεπτικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σκεπτικισμός └γαλλ┘ scepticisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σκεπτικισμός
✦ φιλοσοφικό σύστημα που αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης γενικά ισχυουσών αληθειών
✦ (γεν.) αμφιβολία, δυσπιστία, απαισιοδοξία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δογματισμός
Επιρρήματα
–