σκεπτικίστρια


σκεπτικίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
σκεπτικίστρια σκεπτικισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκεπτικίστρια

✦ θηλ. σκεπτικίστρια οπαδός του σκεπτικισμού
✦ δύσπιστος, που αμφιβάλλει για όλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.