σκεπαστός


σκεπαστός
Προφορά

Ετυμολογία
σκεπαστός μεσαιωνική ελληνική σκεπαστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκεπαστός -ή, -ό

✦ σκεπασμένος, καλυμμένος
✦ στεγασμένος
(μτφ. ) συγκαλυμμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξέσκεπος, ξεσκέπαστος ,σταράτα
Επιρρήματα
σκεπαστά, με καλυμμένο τρόπο, με περιφράσεις, μασημένα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.