σκελίδα


σκελίδα
Προφορά

Ετυμολογία
σκελίδα μεταγενέστερη ελληνική σκελίς

Ερμηνεία
σκελίδα

✦ (Κ σκελίς, -ίδος) καθένα από τα μέρη της κεφαλής του σκόρδου και του καρπού των εσπεριδοειδών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.