σκεβρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
σκεβρώνω μεσαιωνική ελληνική σκευρώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκεβρώνω
✦ κυρτώνομαι, μαζεύω: σκεβρωμένο ξύλο
✦ καμπουριάζω (από αρρώστια, κακή στάση του σώματος, γεράματα κτλ.): μην σκύβεις έτσι θα σκεβρώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–