σκαστός
Προφορά
Ετυμολογία
σκαστός θ. αορ. του ρήματος σκάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σκαστός -ή, -ό
✦ ηχηρός: σκαστό φιλί
✦ που καταβάλλεται τοις μετρητοίς: μου στοίχισε δέκα χιλιάρικα σκαστά
✦ που απουσιάζει αδικαιολόγητα: ήταν σκαστός από το μάθημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–