σκασμός


σκασμός
Προφορά

Ετυμολογία
σκασμός μεσαιωνική ελληνική σχασμός, από τον αόρ. του σχάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σκασμός

✦ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
✦ θάνατος από ασφυξία: φρ. έφαγε μέχρι σκασμού, κατά κόρον
✦ ως επιφών. σκασμός! πάψε να μιλάς
✦ φρ. βγάζω το σκασμό, σωπαίνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.