σκέτος


σκέτος
Προφορά

Ετυμολογία
σκέτος └ιταλ┘schietto

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκέτος -η, -ο

✦ ανόθευτος, καθαρός, αμιγής
(μτφ. ) απέριττος, απλός
✦ (με υποτιμ. σημ.) απόλυτος, ολοκληρωτικός: το έργο ήταν σκέτη αποτυχία – είναι σκέτος παλιάνθρωπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σκέτα· εύχρ. ιδ. στη φρ.νέτα σκέτα, απερίφραστα, καθαρά και ξάστερα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.