σκέπω


σκέπω
Προφορά

Ετυμολογία
σκέπω αρχαία ελληνική σκέπω

Ερμηνεία
ρήμα σκέπω

✦ σκεπάζω, επικαλύπτω: άφθαρτη ψηφιδωτή σύνθεση που, ίσως από τον 6ον αιώνα, σκέπει την κόγχη του ιερού (Γ.Π. Σαββίδης)
(μτφ. ) προφυλάγω, προστατεύω: ο Ραμπής να τόνε σκέπει (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.