σκέλος
Προφορά
Ετυμολογία
σκέλος αρχαία ελληνική σκέλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκέλος
✦ καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή τα πίσω πόδια του ζώου
✦ (μτφ. ) καθένα από τα δύο μέρη που συνθέτουν ένα σύνολο: το πρώτο σκέλος του προβλήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–