σκέλια


σκέλια
Προφορά

Ετυμολογία
σκέλια πληθ. του σκέλος

Ερμηνεία
σκέλια

✦ ουσ. τα κάτω άκρα του ανθρώπου
✦ τα πόδια των ζώων: σε ποιο άλογο έμελλε τα σκέλια του να σφίξει (Άγγ. Σικελιανός)
✦ φρ. έβαλε την ουρά στα σκέλια, υποχώρησε φοβισμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.