σκάφη
Προφορά
Ετυμολογία
σκάφη αρχαία ελληνική σκάφη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σκάφη
✦ κοίλο, ξύλινο συνήθως, σκεύος όπου ζυμώνουν ψωμί, πλένουν ρούχα, ποτίζουν ζώα κτλ.
✦ μικρή βάρκα
✦ φρ. λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, είναι ειλικρινής, ντόμπρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–