σημειωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
σημειωτικός μεταγενέστερη ελληνική σημειωτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σημειωτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στα σημεία |(ιατρ.) σημειωτικό σύμπτωμα, που επιτρέπει τον εντοπισμό της έδρας παθήσεως
✦ θηλ. σημειωτική ως ουσ., η σημειολογία (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–